- βραχύλογος
- -η, -οο σύντομος στο λόγο του, ο λιγόλογος: Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες φημίζονταν ως εξαιρετικά βραχύλογοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βραχύλογος — βραχύλογος, ον και βραχυλόγος, ον (Α) αυτός που εκφράζεται βραχυλογικά, με συντομία, με λακωνικότητα, ο λακωνικός … Dictionary of Greek
βραχυλόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύλογος — short in speech masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυλογώτατα — βραχύλογος short in speech adverbial superl βραχύλογος short in speech neut nom/voc/acc superl pl βραχυλόγος adverbial superl βραχυλόγος neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυλογώτατον — βραχύλογος short in speech masc acc superl sg βραχύλογος short in speech neut nom/voc/acc superl sg βραχυλόγος masc acc superl sg βραχυλόγος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυλόγως — βραχύλογος short in speech adverbial βραχύλογος short in speech masc/fem acc pl (doric) βραχυλόγος adverbial βραχυλόγος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυλογωτάτους — βραχύλογος short in speech masc acc superl pl βραχυλόγος masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυλογωτέρου — βραχύλογος short in speech masc/neut gen comp sg βραχυλόγος masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυλογώτατοι — βραχύλογος short in speech masc nom/voc superl pl βραχυλόγος masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυλογώτατος — βραχύλογος short in speech masc nom superl sg βραχυλόγος masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)